- στεγνωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που κάνει κάτι στεγνό.2. ως ουσ., στεγνωτικό, το ξηραντική ουσία: Έβαλε στεγνωτικό στη λαδομπογιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στεγνωτικός — making costive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικός — ή, ό / στεγνωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεγνῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα 2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα… … Dictionary of Greek
στεγνωτικά — στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc pl στεγνωτικά̱ , στεγνωτικός making costive fem nom/voc/acc dual στεγνωτικά̱ , στεγνωτικός making costive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικῶν — στεγνωτικός making costive fem gen pl στεγνωτικός making costive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικόν — στεγνωτικός making costive masc acc sg στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικοῖς — στεγνωτικός making costive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικῆς — στεγνωτικός making costive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτική — στεγνωτικός making costive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικώτερα — στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνωτικώτερος — στεγνωτικός making costive masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)